- καθοδηγητής
- ο [καθοδηγώ]αυτός που καθοδηγεί, οδηγητής, ηγέτης («πολιτικός καθοδηγητής»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθοδηγητής — ο θηλ. καθοδηγήτρια αυτός που καθοδηγεί, σύμβουλος, χειραγωγός: Θέλω να είμαι καθοδηγητής των νέων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος … Dictionary of Greek
ηγητής — ἡγητής, ὁ (Α) [ηγούμαι] καθοδηγητής, οδηγός … Dictionary of Greek
ινστρούκτορας — ο 1. δάσκαλος, εκπαιδευτικός 2. πολιτικός καθοδηγητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. instructor < λατ. instructor < instruo «εκπαιδεύω»] … Dictionary of Greek
καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek
κατηχητής — ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) [κατηχώ] ο διδάσκαλος τών δογμάτων τής χριστιανικής πίστεως νεοελλ. 1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία 2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό … Dictionary of Greek
κολαούζος — (I) ο ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Echeneis naucrates, τού γένους εχηνηίς. (II) (Μ) και κολαούζης, ο 1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγός («χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει») 2. έμπειρος σύμβουλος,… … Dictionary of Greek